Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐς ἀπορίαν

См. также в других словарях:

  • ἀπορίαν — ἀπορίᾱν , ἀπορία being fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • недооумѣниѥ — НЕДООУМѢНИ|Ѥ (32), ˫А с. 1. Незнание, непонимание; недоумение: лѣности ради и недѹмѣньѧ. повиньни суть суду КР 1284, 295а; ни бо всѣмъ все съвершено тщаниѥ. или недоѹмѣниѥ силы прити въ пристанище се. (δί... ἀπορίαν) ПНЧ 1296, 118; || сомнение,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • недомышлениѥ — НЕДОМЫШЛЕНИ|Ѥ (8*), ˫А с. 1. Недомыслие, безрассудство: и не пребы(с) вънѹтрь недомышление ѥго ни приглашено бы(с), но извержесѧ и, къ дѣлѹ злаго пришедъ все ѥмѹ добродѣтельѥ истли (ἡ ἀπόνоια) ГА ХIII–XIV, 102б. 2. Затруднение: аще ли не възможе… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • недооумѣти — НЕДООУМѢ|ТИ (34), Ю, ѤТЬ гл. 1.Не понимать чего л., быть в состоянии недоуме ния: Ис(с)ѹ же бывшю въ вифаньи… пристѹпи к немѹ жена имѹщи алавастръ мѹра… и изли˫а на главѹ ѥмѹ… видѣвше же ѹч҃нци || ѥго негодоваша [по поводу ее расточительства]… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επινομοθετώ — ἐπινομοθετῶ, έω (Α) [νομοθετώ] εισάγω πρόσθετους νόμους («ἐπινομοθετούντων καὶ τῶν ἄλλων ὁπόσα ἂν ὁ νόμος ἐκλείπῃ δι’ ἀπορίαν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • επισυνδέω — ἐπισυνδέω (Α) 1. συνδέω στην κορυφή («ἐπισυνδεῑν ἄλλα ξύλα») 2. κάνω κάτι περίπλοκο, μπερδεύω περισσότερο («ταῡτα μὲν οὖν οὐ λύει τὴν ἀπορίαν, ἀλλ’ ἐπιξυνδεῑ μᾱλλον», Θεόφρ.) 3. συναρμόζω, συνταιριάζω 4. μέσ. ἐπισυνδέομαι βρίσκομαι σε στενή σχέση …   Dictionary of Greek

  • λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση …   Dictionary of Greek

  • παραμυθία — Μεγάλος ημιορεινός δήμος (υψόμ. 300 μ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Η Π. βρίσκεται χτισμένη στους πρόποδες της κορυφής Koρύλας των βουνών της Παραμυθιάς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.,), στον οποίο ανήκουν 22… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιτείνω — ΜΑ [ἐπιτείνω] τονίζω ακόμη πιο έντονα (α. «προσεπιτείνει δὲ τὴν εἰς τὸν τόπον ἀπορίαν καὶ ὁ Ἰωάννης», Ωριγ. β. «ὁ προφήτης προσεπιτείνει λέγων ὅτι...», Ωριγ) αρχ. 1. στενοχωρώ ακόμη περισσότερο 2. καθιστώ ακόμη κάτι πιο ισχυρό 3. επιβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • συνελαύνω — ΜΑ, ομηρ. και αττ. τ. ξυνελαύνω Α [ἐλαύνω] παρορμώ, παρακινώ αρχ. 1. οδηγώ μαζί προς ένα μέρος («συνελάσσας εἰς τὰ ἱππάσιμα χωρία τὰ θηρία», Ξεν.) 2. σύρω ορμητικά προς ένα μέρος μαζί 3. (σχετικά με τα δόντια) χτυπώ («σὺν δ ἤλασ ὀδόντας», Ομ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»